Στην βιολογία, το περιβάλλον μπορεί να καθοριστεί σαν ενα σύνολο κλιματικών, βιοτικών, κοινωνικών και εδαφικών παραγόντων που δρουν σε έναν οργανισμό και καθορίζουν την ανάπτυξη και την επιβίωση του. Έτσι, περιλαμβάνει οτιδήποτε μπορεί να επηρεάσει άμεσα τον μεταβολισμό ή τη συμπεριφορά των ζωντανών οργανισμών ή ειδών, όπως το φως, ο αέρας, το νερό, το έδαφος και άλλοι παράγοντες. Δείτε επίσης το άρθρο για το φυσικό περιβάλλον και τη φυσική επιλογή.
Στην αρχιτεκτονική, την εργονομία και την ασφάλεια στην εργασία, περιβάλλον είναι το σύνολο των χαρακτηριστικών ενός δωματίου ή κτιρίου που επηρεάζουν την ποιότητα ζωής και την αποδοτικότητα, περιλαμβανομένων των διαστάσεων και της διαρρύθμισης των χώρων διαβίωσης και της επίπλωσης, του φωτισμού, του αερισμού, της θερμοκρασίας, του θορύβου κλπ. Επίσης μπορεί να αναφέρεται στο σύνολο των δομικών κατασκευών. Δείτε επίσης το άρθρο για το δομημένο περιβάλλον.
Στην ψυχολογία, περιβαλλοντισμός είναι η θεωρία ότι το περιβάλλον (με τη γενική και κοινωνική έννοια) παίζει μεγαλύτερο ρόλο από την κληρονομικότητα καθορίζοντας την ανάπτυξη ενός ατόμου. Συγκεκριμένα, το περιβάλλον είναι ένας σημαντικός παράγοντας πολλών ψυχολογικών θεωριών.
Στην τέχνη, το περιβάλλον αποτελεί κινητήριο μοχλό και μούσα εμπνέοντας τους ζωγράφους ή τους ποιητές. Σε όλες τις μορφές της Τέχνης αποτελεί έμπνευση και οι Καλές Τέχνες φανερώνουν την επιρροή οπού άσκησε σε όλους τους καλλιτέχνες με όποιο είδος Τέχνης κι αν ασχολούνται. Ο άνθρωπος μέσα στο περιβάλλον δημιουργεί Μουσική, Ζωγραφική, Ποίηση, Γλυπτική, χορό, τραγούδι, θέατρο, αλλά και όλες οι μορφές τέχνης έχουν άμεση έμπνευση από το περιβάλλον.

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2021

Waardenburg syndrome: About seven cases

xlomafota13 shared this article with you from Inoreader

pae.gif

Houda Mounji, Malika Benfdil, Youssef Lakhdar, Mohamed Chehbouni, Youssef Rochdi, Hassan Nouri, Abdelaziz Raji

Indian Journal of Otology 2021 27(3):144-147

Background: Waardenburg syndrome (WS) is an autosomal dominant inherited genetic condition that manifests with sensorineural deafness and pigmentation defects of the skin, hair, and iris. This genetically and clinically heterogeneous disease accounts for 2% of the congenitally deaf population. Objectives: The aim of our study is to determine epidemiological and clinical characteristics of this group to improve the management, especially for the hearing impairment. Methods: Seven cases were diagnosed during the examination of children with suspected congenital deafness. Results: The age of our children ranged from 1.3 to 5 years, with a median age of 3.6 years, with female predominance; no consanguineous marriage and fetal or perinatal history have been reported; there was family history of premature greying in four cases and deafness in two cases. Two patients had WS Type 1 with a dystopia canthorum, while four cases had WS Type 2. There was one patient with Waardenburg Klein or Shah syndrome. The otoscopy was normal in all children. Evoked auditory potentials, otoacoustic emissions, and tonal audiometry were performed; they had shown a congenital, sensorineural bilateral, and profound hearing loss >100 dB in all cases. All children had received a cochlear implantation followed by speech reeducation. A genetic consultation was carried out for all our children. Conclusion: WS is a relatively common genetic cause of sensorineural hearing loss. Early diagnosis and improvement of hearing impairment are most important for psychological and intellectual development of the children with WS.
View on the web

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου